- Τουρκοκρητικός
- ο, θηλ. Τουρκοκρητική και Τουρκοκρητικιά, Ν1. συν. στον πληθ. οι Τουρκοκρητικοί- ελληνόφωνοι, γενικά, μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην Κρήτη ώς το 1922 προερχόμενοι από εξισλαμισθέντες χριστιανούς κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας και ιδίως την εποχή τής γενιτσαριάς2. ως προσηγ. τουρκοκρητικός, -ή, -όαυτός που ανήκε ή αναφερόταν στους Τουρκοκρήτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρητικός. Η λ. στον πληθ. Τουρκοκρητικοί, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.